- Μελανώπου
- Μελάνωποςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαινάς — μελαινάς, άδος, ἡ (Α) είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. –άς] … Dictionary of Greek
μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σαρκόθλασμα — άσματος, τὸ, ΜΑ σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα] … Dictionary of Greek
Λάχης — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Ήταν γιος του Μελανώπου και καταγόταν από τον δήμο Αιξωνής. Χαρακτηριζόταν ως ειρηνόφιλος και εχθρός των δημαγωγών. Το φθινόπωρο του 427 π.Χ. μετέβη στη Σικελία ως επικεφαλής μοίρας του αθηναϊκού στόλου για να… … Dictionary of Greek